κρισιολογία

κρισιολογία
κρισιολογία, ἡ (Α)
δικαστική διαδικασία, δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< -λογῶ < -λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο-λογία, δοξο-λογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρισιολογίας — κρισιολογίᾱς , κρισιολογία litigation fem acc pl κρισιολογίᾱς , κρισιολογία litigation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”